λυκοέρια

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ἐκ λυκείου δέρματος πεπονημένα, Hsch. (fort. -εργέα).

Greek Monolingual

λυκοέρια (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «έκ λύκου δέρματος πεπονημένα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ἔριον «μαλλί»].