ἐκ λυκείου δέρματος πεπονημένα, Hsch. (fort. -εργέα).
λυκοέρια (Α)(κατά τον Ησύχ.) «έκ λύκου δέρματος πεπονημένα».[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ἔριον «μαλλί»].