λοξοτομώ

Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο-τομώ, σφυρο-τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου].