[ῐ], α, ον,
A = λίνεος, Suid.
λίνειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.
λίνειος, -εία, -ον (A) λίνον(κατά το λεξ. Σούδα) «λίνεος», λινός.