λίνειος

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

[ῐ], α, ον,

   A = λίνεος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λίνειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

λίνειος, -εία, -ον (A) λίνον
(κατά το λεξ. Σούδα) «λίνεος», λινός.