λοιβά 1 libation πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
λοιβά, ἡ (Α)(δωρ.τ.) βλ. λοιβή.