Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λοιβή

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιβή Medium diacritics: λοιβή Low diacritics: λοιβή Capitals: ΛΟΙΒΗ
Transliteration A: loibḗ Transliteration B: loibē Transliteration C: loivi Beta Code: loibh/

English (LSJ)

ἡ, (λείβω)
A pouring, only in religious sense, drink offering, λοιβῇ τε κνίσῃ τε with drink offering and burnt-offering, Il.9.500, cf. 4.49, 24.70; σοὶ δ' αὖ λ. φέρον says Odysseus to the Cyclops, Od.9.349: later, like σπονδαί, χοαί (which are more freq.), in plural, Pi.N.11.6, S.El.52; λοιβαὶ Διός, offered to him, A.Fr.55. —Rare in Prose, λ. οἴνου Pl.Lg.906d, referring to Il.9.500.
2 of water generally, λ. Στυγός A.R.2.291.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
libation.
Étymologie: R. Λιβ, cf. λείβω.

German (Pape)

ἡ, das Ausgießen (λείβω), das Trankopfer, bes. von Wein; οὐ γάρ μοί ποτε βωμὸς ἐδεύετο λοιβῆς, Il. 4.49; mit κνίσσα verbunden, Trank-und Brandopfer, 9.500; λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι, Pind. N. 11.6; οὔτε λοιβῆς ἧμιν οὔτε θυμάτων παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν, Soph. Phil. 8; El. 52; Eur. öfter und sp.D., wie Ap.Rh. 2.291, λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν, er schwur beim Hinfluten der Styx. – Einzeln auch in Prosa, οἴνου, Plat. Legg. X.906d.

Russian (Dvoretsky)

λοιβή: ἡ культ. возлияние (λοιβαὶ Διός Aesch.; λ. οἴνου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λοιβή: ἡ, (λείβω) ἡ δι’ ὑγρῶν θυσία, Λατ. libatio, λοιβῇ τε κνίσῃ τε, διὰ σπονδῆς καὶ θυσίας, διὰ πυρός, Ἰλ. Ι. 500, πρβλ. 4. 48, κτλ.· σοὶ δ’ αὖ λοιβὴν φέρον, λέγει ὁ Ὀδυσσεὺς εἰς τὸν Κύκλωπα, Ὀδ. Ι. 349· μετέπειτα ὡσαύτως, ὡς τὸ σπονδαὶ καὶ τὸ χοαὶ (αὗται δὲ εἶναι αἱ ἐν κοινῇ χρήσει λέξεις), συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ὡς ἐν Πινδ. Ν. 11. 7, Σοφ. Ἠλ. 52· λοιβαὶ Διός, προσφερόμεναι εἰς αὐτόν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52. - Σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, λ. οἴνου Πλάτ. Νόμ. 906D. 2) ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καθόλου ἐπὶ τοῦ ὕδατος, λοιβὴ Στυγὸς 2. 291.

English (Autenrieth)

(λείβω): libation.

Greek Monolingual

λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α)
1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.)
2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή». Εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα λοιβ- της ρίζας λειβ-.
ΠΑΡ. αρχ. λοιβαίος, λοιβείον, λοιβίς, λοιβώμαι].

Greek Monotonic

λοιβή: ἡ (λείβω), θυσία με υγρά, Λατ. libatio, σε Όμηρ.· ευκτ. στον πληθ., σε Πίνδ., Σοφ.

Middle Liddell

λοιβή, ἡ, λείβω, a drink-offering, Lat. libatio, Hom.; opt. in plural, Pind., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=θυσία μέ ὑγρά, σπονδή). Ἀπό τό λείβω (=χύνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.