μεγάμυκος

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A loud-braying, ὄνος Hsch.

German (Pape)

[Seite 108] Erkl. von ἐρίμυκος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάμῡκος: -ον, ὁ μεγάλως, ἠχηρῶς μυκώμενος, «μεγαλομυκητὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεγάμυκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (ως επίθ. του όνου) «μεγαλομυκητής», αυτός που μυκάται ηχηρά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. εύ-μυκος].