μανικέτι
Greek Monolingual
το
1. η άκρη μακριού μανικιού υποκαμίσου που κουμπώνει στον καρπό, η περιχειρίδα, η μανσέτα
2. μανικετόκουμπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manichetto].
το
1. η άκρη μακριού μανικιού υποκαμίσου που κουμπώνει στον καρπό, η περιχειρίδα, η μανσέτα
2. μανικετόκουμπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manichetto].