μειρακίζω (ΑM) μείραξμσν.παριστάνω τον έφηβοαρχ.(το μέσ.) μειρακίζομαι(για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος.