μεγαλοποιώ

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α μεγαλοποιῶ, -έω)
1. (για τον θεό) εκτελώ μεγάλα έργα, μεγαλουργώ
2. δίνω σε ένα γεγονός υπερβολικές διαστάσεις («οι εφημερίδες μεγαλοποιούν τα γεγονότα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοποιός κατά τα ρ. σε -ποιῶ].