εκτελώ

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκτελῶ)
1. φέρω εντελώς εις πέρας, κατορθώνω, πραγματοποιώ(«ἐκτελέσας μέγα ἔργον», Οδ. γ)
2. παίζω, αποδίδω μουσικό κομμάτι
νεοελλ.
1. θανατώνω κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο
2. (για φόνο) σκοτώνω εν ψυχρώ
3. «εκτελώ χρέη ή καθήκοντα» — αναπληρώνω κάποιον
μσν.
1. προσφέρω θυσία
2. γιορτάζω, διοργανώνω γιορτή
3. δοξολογώ
4. εξυπηρετώ
5. (για μέλισσα) παράγω
αρχ.
1. επληρώνω
2. (για χρόνο) συμπληρώνω
3. φρ. α) «ἐκτελῶ τήν καταδίκην» — τιμωρούμαι
β) «ἐκτελῶ τὸν βίον» — πεθαίνω.