μεγαλοεργός
English (LSJ)
contr. μεγᾰλουργός, όν,
A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. μεγαλουργής.
Greek Monolingual
μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.
contr. μεγᾰλουργός, όν,
A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.
ός, όν :
c. μεγαλουργής.
μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.