ές,
A with clouds in the midst, Cat.Cod.Astr.8(1).138.
μεσονεφής, -ές (Α)αστρολ. αυτός που στο μέσο έχει σύννεφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής, κελαι-νεφής].