μεσονεφής

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ές,

   A with clouds in the midst, Cat.Cod.Astr.8(1).138.

Greek Monolingual

μεσονεφής, -ές (Α)
αστρολ. αυτός που στο μέσο έχει σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής, κελαι-νεφής].