μελύδριον

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

τό, Dim. of μέλος A,

   A poor limb, M.Ant.7.68(pl.).    II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.

German (Pape)

[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.

Greek (Liddell-Scott)

μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.

Greek Monolingual

μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῡ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].