ἡ,
A = φροντίς, prob. in Panyas. 12 (post v. 15), cf. Hsch., EM580.6 (pl.; μενθῆρες f.l. in Suid.).
μενθήρη, ἡ (Α)η φροντίδα, η μέριμνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θ. μενθ- (βλ. λ. μανθάνω) + επίθημα -ήρη].