μενθήρη

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ἡ,

   A = φροντίς, prob. in Panyas. 12 (post v. 15), cf. Hsch., EM580.6 (pl.; μενθῆρες f.l. in Suid.).

Greek Monolingual

μενθήρη, ἡ (Α)
η φροντίδα, η μέριμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θ. μενθ- (βλ. λ. μανθάνω) + επίθημα -ήρη].