μέριμνα

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέριμνα Medium diacritics: μέριμνα Low diacritics: μέριμνα Capitals: ΜΕΡΙΜΝΑ
Transliteration A: mérimna Transliteration B: merimna Transliteration C: merimna Beta Code: me/rimna

English (LSJ)

ἡ,
A care, thought, solicitude, ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι h.Merc.44, cf. Pi.O.2.54, etc.; μέριμνα τινός care for... A.Eu.132, S. OT1460; ἀμφί τι A.Th.843 (lyr.); ἐλθεῖν ἐς τόδε μερίμνης E.Ion 244, cf. 404: pl., cares, Hes.Op.178, Emp.11.1, Sapph.Supp.13.8, Thgn. 343, etc.; γνώμαις δὲ λεπταῖς… ξύνειμι καὶ μερίμναις Ar.Nu.1404; λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς Diph.88.—Rare in early Prose, Hp.Insomn. 89, Pl.Amat.134b(pl.); later ἡ τοῦ βίου μέριμνα UPZ20.29 (ii B. C.); μέριμνα καὶ φροντίς Aristeas 271; μέριμνα τοῦ αἰῶνος Ev.Matt.13.22, cf. Vett.Val.131.3, etc.
2 concrete, object of care or thought, μεγάλην σε πατὴρ ἐφύτευσε μ. θνητοῖς ἀνθρώποισι h.Merc.160.
3 pursuit, ambition, especially in plural, Pi.O.1.108, N.3.69; κουφόταται μέριμναι B.1.69: sg., Pi.P.8.92.
4 Κηΐα μέριμνα = the Cean poet's fancy, B.18.11.
5 anxious mind, A.Ag. 460 (lyr.). (Cf. Skt. smárati 'remember', Lat. memor.)

German (Pape)

[Seite 134] ἡ, Sorge, Kummer; H. h. Merc. 44. 160; Hes. O. 180; öfter bei Pind., ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8, 95, καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 7, 13; auch ἐπίτροπος ἐὼν μήδεται τεαῖσι μερίμναις, Ol. 1, 108; ἀφίκου ἐς μέριμναν, Eur. Ion 404, öfter; μερίμνης ἄξιον φέρω λόγον, Hipp. 1157; Aesch. μέριμναν οὔποτ' ἐκλιπὼν πόνου, Eum. 127; ἀφελεῖν τινα τάσδε μερίμνας, 340; τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι πρόσθῃ μέριμναν, um die Männer, Soph. O. R. 1460; sp. D., μ. χαλεπαί σε τείρουσι, Flacc. 3 (V, 5); Anacr. 30, 18; εὕδουσιν αἱ μέριμναι, 43, 2; auch in sp. Prosa, λεπτὸν ὑπὸ μεριμνῶν, Plat. Riv. 134 b; S. Emp. adv. eth. 129. (Es hängt gewiß mit μέρος, μερίζω zusammen, die Sorgen teilen das Gemüth, machen es zwiespältig.) Davon

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 soin, souci, sollicitude;
2 esprit, pensée;
NT: anxiété.
Étymologie: R. Μερ, Σμερ, penser ; cf. μέρμερος.

Russian (Dvoretsky)

μέριμνα:μείρομαι
1 забота, тревога, огорчение (τινος Aesch. etc. и ἀμφί τι Aesch.; τί ποτε μερίμνης εἰς τόδ᾽ ἦλθες; Eur.);
2 мысль, настроение, мнение: διπλῆ μ. Aesch., Eur. душевная раздвоенность, колебание.

Greek (Liddell-Scott)

μέριμνα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φροντίς, σκέψις, ἰδίως ἀνήσυχος φροντὶς ἢ σκέψις περί τινος, μεγάλη φροντὶς (μεθ’ Ὅμ.), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 44. 160, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 180, Πίνδ. καὶ Τραγ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Ἀντερ. 134Β (ἂν καὶ τὸ μεριμνάω δὲν εἶναι ἀσύνηθες)· μ. τινος, φροντὶς περί τινος.., Αἰσχύλ. Εὐμ. 132, 360, Σοφ. Ο. Τ. 1460· ἀμφί τινι Αἰσχύλ. Θήβ. 843· ἐλθεῖν ἐς μ. Εὐρ. Ἴων 244, πρβλ. 404· - ἐν τῷ πληθ., φροντίδες, ἀνήσυχοι φροντίδες, ἀνήσυχοι σκέψεις, Ἐμπεδ. 113, Θέογν. 343, Αἰσχύλ. Εὐμ. 360, κτλ.· γνώμαις δὲ λεπταῖς... ξύνειμι καὶ μερίμναις Ἀριστοφ. Σφ. 1404· λύπας, μερίμνας, ἁρπαγὰς Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5· ὡσαύτως ζωηρὰ φροντὶς περί τινος, ἰδίως περὶ νίκης κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Πινδ. Ο. 1. 174, πρβλ. Π. 8. 131, Ν. 3. 121. ΙΙ. σκέψις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 460. (Ἐκ τῆς √ΜΕΡ ἢ ΜΑΡ παράγονται ὡσαύτως οἱ ἀναδεδιπλασιασμένοι τύποι μέρμηρα, μερμηρίζω, μεραμαίρω (ἔχοντες τὴν κοινὴν ἔννοιαν περισκέψεως, στενοχωρίας, ἀνησυχίας)· ὡσαύτως μάρτυς (υρος), μαρτύρομαι, κτλ.· πρβλ. Λατ. memor, memor-are, καὶ mor-a· Γοτθ. mer-jan (κηρύσσειν), vaila-mêrs (εὔφημος)· Ἀρχ. Γερμ. mâr-i (fama), κτλ.· - ἀλλ’ ἡ ἀρχικὴ ῥίζα πιθανῶς ἦτο ΣΜΑΡ, πρβλ. Σανσκρ. smar, smar-âmi (memini, desidero), smr-itis (memoria), smar-as (amor), smar-anam (desiderium). - Ἡ √ΜΕΡ, μέρος, εἶναι πιθανῶς διάφορος, ἂν καὶ τὸ χωρίον τοῦ Τερεντίου: - curae animum divorse trahunt- ὑποδεικνύει σχέσιν τινὰ ἐννοίας· ἴδε μείρομαι).

English (Slater)

μέριμνα (-ας, -αν; -αι, -ᾶν, -αις, -αισιν.)
   a care, anxiety ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν (καρτερᾶν μεριμνᾶν Bergk) (I. 8.12) ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. δυσφόρων σχοινίον μεριμνᾶν (sc.Λυαῖος θεὸς λύων) fr. 248.
   b concern sc. for ἀρεταί, i. e. ambition, endeavour θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται μερίμναισιν (O. 1.108) ὁ μὰν πλοῦτος βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν (O. 2.54) (Ἀριστομένης) πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν (P. 8.92) (Ἀριστοκλείδας) ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ καὶ σεμνὸν ἀγλααῖσι μερίμναις Πυθίου Θεάριον ( endeavours of Aristokleidas, cf. Σ, οἱ δὲ, ταῖς ἐμαῖς μερίμναις καὶ τοῖς ἐμοῖς ποιήμασι) (N. 3.69) τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερμνας σώφρονος Παρθ. 2. . νεῶν δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.

English (Strong)

from μερίζω (through the idea of distraction); solicitude: care.

English (Thayer)

μεριμνᾷς, ἡ (from μερίζω, μερίζομαι, to be drawn in different directions, cf. (English 'distraction' and ' curae quae meum animum divorse trahunt) Terence, Andr. 1,5, 25; Vergil Aen. 4,285f; (but according to others derived from a root meaning to be thoughtful, and akin to μάρτυς, memor, etc.; cf. Vanicek, p. 1201; Curtius, § 466; Fick 4:283; see μάρτυς)), care, anxiety: τοῦ αἰῶνος (τούτου), anxiety about things pertaining to this earthly life, Homer h. Merc.), Hesiod, Pindar, others)

Greek Monolingual

η (ΑM μέριμνα, Μ και μέρεμνα)
φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι, έγνοια
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι μέριμνες, αἱ μέριμναι
σκοτούρες, βάσανα
μσν.
1. προβληματισμός
2. στενοχώρια
3. περίσκεψη, επαγρύπνηση
4. επιδίωξη, προετοιμασία για να γίνει ή ωσότου γίνει κάτι
5. μέλημα
6. επιμέλεια
7. εξασφάλιση
8. φρ. «φέρω εἰς μέριμναν» — φέρνω στον νου, υπενθυμίζω
μσν.-αρχ.
1. πρόνοια
2. το αντικείμενο της φροντίδας («μεγάλην σε πατὴρ ἐφύτευσεν μέριμναν θνητοῖς ἀνθρώποισι», Ύμν. Ερμ.)
3. στον πληθ. α) ανησυχίες («χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας», Ησίοδ.)
β) φιλοδοξία, επιδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέρ-ι-μνα (πιθ. < μερ-ί-μων ή μέρ-ι-μα) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα (s)mer- «θυμάμαι, σκέπτομαι, προτίθεμαι» (πρβλ. μέρμερος) και εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα -μν- του επιθήματος (πρβλ. βέλεμνον), ενώ το -ι- του τ. παραμένει ανερμήνευτο (πρβλ. μέδ-ι-μνος). Το θ. μερ- της λέξης συνδέεται με: αρχ. ινδ. smarati «σκέπτομαι, θυμάμαι», αβεστ. maraiti και πιθ. με αρχ. λιθουαν. mereti «μεριμνώ, φροντίζω»].

Greek Monotonic

μέριμνα: ἡ,
I. φροντίδα, έγνοια, ιδίως έγνοια που συνοδεύεται από ανησυχία, προστατευτικότητα, σε Ησίοδ., Τραγ.· μέριμνά τινος, φροντίδα για κάποιον, για κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· πληθ., φροντίδες, έγνοιες, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
II. σκέψη, περισυλλογή, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: care, anxiety (h. Merc., Hes., Sapph., Emp., Pi., trag., Ar.; orig. Ionic?, Solmsen [s.below], v. Wilamowitz BerlAkSb. 1909, 810A. 1, Fraenkel Nom. ag. 2, 36);
Compounds: Compp., e.g. ἀ-μέριμνος without care (S., hell.) with ἀμεριμν-ία carelessness (Plu.) etc.
Derivatives: μεριμνάω, -ῆσαι care for, care, be mindful (S., Ar., X., D.) with μεριμν-ήματα, Dor. -άματα pl. cares (Pi., S.), -ητής m. caring for sth. (E.), -ητικός (Artem., sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: The generally proposed and on itself obvious idea that μέριμνα is a backformation from μεριμνάω (cf. ἐρευνάω: ἔρευνα etc., see Solmsen Wortforsch. 39 f., 258), is confimed neither by the dates nor the spread of the attestations. Formally closest is μέδιμνος (s. v.); as basis seems to have served a noun *μερ-ί-μων or *μέρ-ι-μα; on the unclear phonology see Schwyzer 352 a. 283. Wrong analysis by Winter Lang. 26, 533. The primary verb to be supposed exists in Skt. smárati, Av. maraiti, paiti-šmaraiti, hi-šmar- remember, remind. -- Cognate formations perhaps in μέρμερος, μέρμηρα, -ίζω; s. vv., with also further connections. Fur. 246 assumes Pre-Greek origin because of the suffix (-ιμν-).

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
I. care, thought, esp. anxious thought, solicitude, Hes., Trag.; μ. τινος care for, Aesch., Soph.: —pl. cares, anxieties, Aesch., Ar.
II. the thought, mind, Aesch.

Frisk Etymology German

μέριμνα: {mérimna}
Grammar: f.
Meaning: Sorge, Besorgnis (h. Merc., Hes., Sapph., Emp., Pi., Trag., Ar. usw., selten in der Prosa; urspr. ionisch?, Solmsen [s.u.], v. Wilamowitz BerlAkSb. 1909, 810A. 1, Fraenkel Nom. ag. 2, 36);
Composita: Kompp., z.B. ἀμέριμνος ohne Sorge (S., hell. u. sp.) mit ἀμεριμνία Sorglosigkeit (Plu. u.a.) usw.
Derivative: Daneben μεριμνάω, -ῆσαι Sorge tragen, sorgen, bedacht sein (S., Ar., X., D. usw.) mit μεριμνήματα, dor. -άματα pl. Sorgen (Pi., S.), -ητής m. ‘für etwas sorgend' (E.), -ητικός (Artem., Sch.).
Etymology: Der allgemein vertretenen und an sich naheliegenden Ansicht, μέριμνα sei eine Rückbildung von μεριμνάω (vgl. ἐρευνάω: ἔρευνα usw., dazu Solmsen Wortforsch. 39 f., 258), sind weder das Alter noch die Verbreitung der Belege günstig. In formaler Hinsicht kommt am nächsten μέδιμνος (s. d.); als Grundlage scheint ein Nomen *μερί-μων oder *μέρι-μα gedient zu haben; zur unklaren Lautentwicklung Schwyzer 352 u. 283 m. Lit. Verfehlte Analyse von Winter Lang. 26, 533. Das davon vorauszusetzende primäre Verb existiert in aind. smárati, aw. maraiti, paiti-šmaraiti, hi-šmar- sich erinnern, gedenken. — Verwandte Bildungen sind μέρμερος, μέρμηρα, -ίζω; s. dd., wo auch weitere Anknüpfungen.
Page 2,209

Chinese

原文音譯:mšrimna 姆淋那
詞類次數:名詞(6)
原文字根:分 記憶 相當於: (יְהָב‎)
字義溯源:掛念,掛心,憂慮,關懷,思慮;源自(μερίζω)=分開);而 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享), (μέρος)又出自(μείζων)X*=分得的份)。這字積極的意義:關懷,掛念,如( 林後11:28)。消極的意義:(愚昧的)憂慮,(自私的)思慮,這表明對神缺乏信心,成為屬靈生命長進的難處,如( 太13:22);蒙拯救的路,乃是將一切的憂慮卸給神,因為他顧念你們( 彼前5:7)
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 思慮(4) 太13:22; 可4:19; 路8:14; 路21:34;
2) 憂慮(1) 彼前5:7;
3) 掛心(1) 林後11:28

English (Woodhouse)

anxiety, care, anxious thought

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)