μελανοδερμία
Greek Monolingual
η
ιατρ. καθολική καστανωπή ή μελανωπή χρώση του δέρματος και τών βλεννογόνων που οφείλεται σε διάχυτη υπερφόρτωση με μελαγχρωστική.
η
ιατρ. καθολική καστανωπή ή μελανωπή χρώση του δέρματος και τών βλεννογόνων που οφείλεται σε διάχυτη υπερφόρτωση με μελαγχρωστική.