υπερφόρτωση

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τοποθέτηση υπέρμετρου βάρους σε κάτι, τοποθέτηση βάρους περισσότερου από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερφορτώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερφόρτωσις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].