μητροκλινής

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
βιολ. τύπος κληρονομικότητας, σύμφωνα με τον οποίο οι απόγονοι κληρονομούν περισσότερα χαρακτηριστικά από τη μητέρα τους παρά από τον πατέρα τους.