ἀκάρπιστος

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, E.Ph.210 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπιστος: -ον, = ἀκάρπωτος, = ἔνθα οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, ἄκαρπος περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ ἀτρύγητος, Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε περίρρυτος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: ἀ, καρπίζω.

Spanish (DGE)

-ον estéril πεδία del mar, E.Ph.210.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) καρπίζω
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.