άγονος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄγονος, -ον)
1. αυτός που δεν παράγει κάτι, ο μη γόνιμος
2. (για πρόσωπα και ζώα) στείρος
3. (για τη γη) άκαρπος, άφορος, χέρσος
4. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελος
αρχ.
1. αγέννητος
2. άτεκνος, άκληρος
3. φρ. «ἄγονος ἡμέρα ἢ ἔτος», ημέρα ή έτος που δεν ευνοεί τη γέννηση παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γονή.
ΠΑΡ. ἀγονία.