άγονος

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄγονος, -ον)
1. αυτός που δεν παράγει κάτι, ο μη γόνιμος
2. (για πρόσωπα και ζώα) στείρος
3. (για τη γη) άκαρπος, άφορος, χέρσος
4. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελος
αρχ.
1. αγέννητος
2. άτεκνος, άκληρος
3. φρ. «ἄγονος ἡμέραἔτος», ημέρα ή έτος που δεν ευνοεί τη γέννηση παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γονή.
ΠΑΡ. ἀγονία.