ακουαρέλα

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό
2. πίνακας αυτού του είδους ζωγραφικής, υδατογραφία
3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle < παλαιότ. ιταλ. τ. acquarella (σύγχρ. acquerello) «νερομπογιά» < υποκορ. acqua «νερό»].