νερομπογιά

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

η
1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα
2. έργο ζωγραφικής φιλοτεχνημένο με υδροχρώματα, ακουαρέλα.