ακρατοποσία

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ἀκρατοποσία, η (Α) ἀκρατοπότης Ι]
το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί.———————— (II)
η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]
ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία.