ἄκρουστος

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A impercussus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρουστος: ὁ μὴ κρουσθείς, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον no golpeado, Gloss.2.224.

Greek Monolingual

-η, -ο κρουστός
αυτός που δεν κρούστηκε ή δεν είναι κρουστός
(κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν είναι πυκνοϋφασμένος.