ἄκρουστος
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
impercussus, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον no golpeado, Gloss.2.224.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρουστος: ὁ μὴ κρουσθείς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-η, -ο κρουστός
αυτός που δεν κρούστηκε ή δεν είναι κρουστός
(κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν είναι πυκνοϋφασμένος.