ἀλεκτρυόνειος
English (LSJ)
ον,
A of a fowl, κρέα Hp.Int.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυόνειος: -ον, ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα, κρέας, Ἱππ. 645Α.
Spanish (DGE)
-ον de pollo κρέας Hp.Int.9.
Greek Monolingual
ἀλεκτρυόνειος, -ον (Α) ἀλεκτρυών
ο αλεκτόρειος.