αλεπόπουλο

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το αλεπού
1. μικρή αλεπού
2. δόλιο, πανούργο, πονηρό παιδί
παροιμία «η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δέκα» (για νέους που υπερακοντίζουν τους γεννήτορες σε γνώσεις ή πονηριά).