παροιμία
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ἡ,
A proverb, saying, maxim, saw, A.Ag.264, S.Aj.664, Ar.Th. 528, etc.; κατὰ τὴν παροιμίαν = as the saying goes, Pl.Smp.222b; τὸ κατὰ τὴν παροιμίαν λεγόμενον Id.Sph.261c; καθάπερ ἡ παροιμία Pl.Com. 174.3: in plural, of the Proverbs of Solomon, LXX.
2 figure, comparison, Ev.Jo.10.6,al.
3 digression, incidental remark, drawing out in discourse Herod.2.61, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, Sprichwort (nach den alten Erkl. βιωφελὴς λόγος παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία, oder, nach Andern, die vom gewöhnlichen Wege abweichende Ausdrucksweise); Aesch. Ag. 255; Soph. Ai. 664; Ar. Thesm. 528 u. a. D., wie in Prosa, παλαιά, Plat. Rep. I, 329 a u. öfter; ἡ λεγομένη παρ., Ath. VII, 307 c; ἡ παρ. φησί, Luc. Nigr. 1; τοῦτο ἐκεῖνο τὸ τῆς παροιμίας, D. Mort. 8, 1; κατὰ τὴν παροιμίαν, Hermot. 61 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp. – Im N.T. auch = παραβολή.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
proverbe, allégorie, parabole.
Étymologie: παρά, οἴμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροιμία -ας, ἡ [παρά, οἴμη] spreekwoord:; κατὰ τὴν παροιμίαν = volgens het spreekwoord Plat. Smp. 222b; τοῦτο ἐκεῖνο τὸ τῆς παροιμίας = dit is precies zoals het spreekwoord Luc. 77.18.1; christ. parabel.
Russian (Dvoretsky)
παροιμία: ἡ
1 поговорка, пословица Aesch. etc.: κατὰ τὴν παροιμίαν и τὸ κατὰ τὴν παροιμίαν λεγόμενον Plat. как говорит пословица;
2 притча NT.
English (Strong)
from a compound of παρά and perhaps a derivative of οἴομαι; apparently a state alongside of supposition, i.e. (concretely) an adage; specially, an enigmatical or fictitious illustration: parable, proverb.
English (Thayer)
παροιμίας, ἡ (παρά by, aside from (cf. παρά, IV:2), and οἶμος way), properly, a saying out of the usual course or deviating from the usual manner of speaking (cf. Suidas 654,15; but Hesychius under the word, et al., 'a saying heard by the wayside' (παρά, IV:1), i. e. a current or trite saying, proverb; cf. Curtius, § 611; Stephanus' Thesaurus, under the word), hence,
1. a clever and sententious saying, a proverb (Aeschylus Ag. 264; Sophocles, Plato, Aristotle, Plutarch, others; examples from Philo are given by Hilgenfeld, Die Evangelien, p. 292 f (as de ebriet. § 20; de Abr. § 40; de vit. Moys. i. § 28; ii. § 5; de exsecrat. § 6); for מָשָׁל in Alex. manuscript; τό τῆς παροιμίας, what is in the proverb (Lucian, dial. mort. 6,2; 8,1), any dark saying which shadows forth some didactic truth, especially a symbolic or figurative saying: παροιμίαν λέγειν, ἐν παροιμίαις λαλεῖν, ibid. 25; "speech or discourse in which a thing is illustrated by the use of similes and comparisons; an allegory, i. e. extended and elaborate metaphor": John 10:6.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. σύντομο απόφθεγμα που φέρεται στο στόμα του λαού και εκφράζει συνήθως μεταφορικά, αλληγορικά ή σκωπτικά διάφορες αλήθειες της ζωής οι οποίες αποκτήθηκαν από την παρατήρηση και την πείρα («τήν παροιμίαν δ' ἐπαινῶ τὴν παλαιάν», Αριστοφ.)
2. φρ. «Παροιμίαι Σολομῶντος» — βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αποτελεί συλλογή λαϊκών γνωμικών και γνωμών σοφών ανδρών και μάλιστα του Σολομώντος, στον οποίο η ισραηλιτική παράδοση αποδίδει τη συγγραφή του βιβλίου
μσν.-αρχ.
παρέκβαση, εκτροπή
αρχ.
1. παραβολή, ασαφής, συμβολική έκφραση ή αφήγηση («ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν», Ευαγγ. Ιωάνν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παρόδια
οἶμος γὰρ ἡ ὁδός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶμη «άσμα, τραγούδι» και κατά τον Ησύχιο «οἴμη
λόγος, ιστορία» + κατάλ. -ία (πρβλ. και προοίμιο)].
Greek Monotonic
παροιμία: ἡ (οἶμος),
1. ρητό, κοινός λόγος, παροιμία, απόφθεγμα, γνωμικό, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· κατὰτὴν παροιμίαν, καθώς λέει το γνωμικό.
2. παραβολή, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παροιμία: ἡ, (πάροιμος) ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 364, Σοφ. Αἴ. 664, Ἀριστοφ. Θεσμ. 528, Πλάτ., κλ.· κατὰ τὴν παροιμίαν Πλάτ. Συμπ. 222Β· τὸ κατὰ τὴν π. λεγόμενον ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 261Β· καθάπερ ἡ π. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παροιμία· βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία. οἶμος γὰρ ἡ ὁδὸς» καί: «παροιμίαι· παρινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι, ἠθῶν ἔχουσαι καὶ παθῶν ἐπανόρθωσιν», ἴδε κατάλογον Ἑλλην. παροιμιῶν ἐν Bonitz Ind. Arist. σ. 570· - ἐπὶ τῶν παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος Ἑβδ. 2) ἀσαφής τις ἔκφρασις, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβολὴ ἐν τῷ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίῳ (ιϚ΄, 29). 3) = παρέκβασις, ἐκτροπή, Ἡρώνδ. ΙΙ, 61.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: proverb, saying (Att. etc.), also incidental remark (Herod.2,61; cf. Headlam ad loc.), comparison (Ev. Jo.; cf. Wackernagel IF 31, 265 [= Kl.Schr.2, 1242 n.1).
Derivatives: παροιμ-ιώδης proverbial (Plu.), -ιακός id., also name of a versemeasure (Plu., Heph.), -ιάζομαι, -ω to speak in proverbs etc. (Pl., Arist.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Abstract formation from πάρ-οιμος or παρ' οἰμον, οἴμην; semantically unclear. By the ancients derived from οἶμος course, way, e.g. H.: βιωφελης λόγος, παρὰ την ὁδὸν λεγόμενος (cf. πάροιμος γείτων, παροιμώσαντες ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ); similar Bieler RhM 85, 240ff. After Osthoff BB 24. 161 ff. however from οἴμη song, reason referring to NHG Bei-spiel, OHG. MHG bī-spel (the Germ. word rather loan-translation?).
Middle Liddell
παρ-οιμία, ἡ, οἶμος
1. a by-word, common saying, proverb, maxim, saw, Aesch., Soph., etc.; κατὰ τὴν π. as the saying goes, Plat.
2. a parable, NTest.
Frisk Etymology German
παροιμία: {paroimía}
Grammar: f.
Meaning: Sprichwort, Spruch (att. usw.), auch Nebenbemerkung (Herod.2,61; vgl. Headlam z. St.), Gleichnis (Ev. Jo.; vgl. Wackernagel IF 31, 265 [= Kl.Schr.2, 1242 A.1).
Derivative: Davon παροιμιώδης sprichwörtlich (Plu. u.a.), -ιακός ib., auch N. eines Versmaßes (Plu., Heph. u.a.), -ιάζομαι, -ω in Sprichwörtern reden (Pl., Arist. usw.).
Etymology: Abstraktbildung von πάροιμος od. παρ’ οἰμον, οἴμην; semantisch unklar. Von den Alten zu οἶμος Gang, Weg gezogen, z.B. H.: βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος (vgl. πάροιμος· γείτων, παροιμώσαντες· ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ); ähnlich Bieler RhM 85, 240ff.: "die Rede, die παρ’ οἶμον, den Weg entlang, geht, die Wegbegleitung" (?). Nach Osthoff BB 24. 161 ff. dagegen von οἴμη Lied, Rede mit Hinweis auf nhd. Bei-spiel, ahd. mhd. bī-spel (das dt. Wort eher Lehnübersetzung?).
Page 2,476
Chinese
原文音譯:paroim⋯a 爬而-哀米阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:在旁-可能 (臆測)
字義溯源:忖度,想像,格言,隱喻,比喻,比方,俗語;由(παρά)*=旁,出於)或與(οἶμαι / οἴομαι)=設想)組成,而 (οἶμαι / οἴομαι)出自(οἷος)=這樣的*)。比較: (παραβολή)=比喻
出現次數:總共(5);約(4);彼後(1)
譯字彙編:
1) 比方(4) 約10:6; 約16:25; 約16:25; 約16:29;
2) 俗語:(1) 彼後2:22
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πάροιμος → παρά + οἶμος (=δρόμος) τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παροιμία: παροιμιάζομαι, παροιμιακός, παροιμιαστής, παροιμιώδης.
Translations
proverb
Albanian: thënie, proverb; Arabic: مَثَل, حِكْمَة, مَقَال; Armenian: առած, ասացվածք; Asturian: proverbiu; Azerbaijani: məsəl, atasözü, atalar sözü; Bashkir: мәҡәл, әйтем; Basque: atsotitz; Belarusian: прыказка, прыслоўе; Bengali: প্রবাদ; Breton: krennlavar; Bulgarian: пословица, поговорка; Burmese: စကားပုံ, ဆိုထုံး; Catalan: proverbi, dita, refrany, parèmia; Chakma: 𑄓𑄊𑄧𑄇𑄧𑄙; Chichewa: mwambi; Chinese Mandarin: 箴言, 諺語, 谚语; Czech: přísloví; Danish: ordsprog; Dutch: spreekwoord, gezegde; Esperanto: proverbo, sentenco; Estonian: vanasõna; Faroese: orðtak, orðatak; Finnish: sananlasku, sanonta; French: proverbe; Galician: proverbio, refrán, verbo; Georgian: ანდაზა; German: Sprichwort, Denkspruch, Redensart; Proverb; Greek: παροιμία; Ancient Greek: παροιμία; Greenlandic: ussat; Gujarati: કહેવત; Hebrew: פִּתְגָּם; Hindi: कहावत; Hungarian: közmondás; Ido: proverbo; Indonesian: pribahasa; Irish: seanfhocal; Italian: proverbio; Ivatan: pananahan; Japanese: 諺, 格言; Kazakh: мақал; Khmer: សុភាសិត; Korean: 속담, 격언; Kyrgyz: макал; Lao: ພາສິດ, ສຸພາສິດ; Latin: adagio, adagium, paroemia, proverbium, sententia; Latvian: sakāmvārds, paruna; Lithuanian: patarlė; Low German: Snacks; German Low German: Spriekel; Luxembourgish: Sprachwuert; Macedonian: поговорка, изрека, пословица; Malay: peribahasa; Maltese: qawl; Maori: rārangi whakataukī; Mongolian: зүйр цэцэн үг, зүйр үг; Norwegian: ordtak; Old Ossetian: ӕмбисонд; Pashto: متل, مثل; Persian: مثل, مقال; Polish: przysłowie; Portuguese: provérbio; Rajasthani: कैवत; Romanian: proverb, proverbe; Russian: пословица, поговорка, присказка; Scottish Gaelic: seanfhacal; Serbo-Croatian Cyrillic: пословица; Roman: poslovica; Slovak: príslovie; Slovene: pregovor; Spanish: proverbio, refrán, paremia; Swahili: methali; Swedish: ordspråk; Tagalog: salawikain; Tajik: масал, мақол; Tamil: பழமொழி; Tatar: мәкаль; Telugu: నానుడి; Thai: ภาษิต, สุภาษิต; Tibetan: གཏམ་དཔེ།; Turkish: atasözü; Turkmen: atalar sözi, nakyl; Ukrainian: прислі́в'я, приказка; Urdu: کہاوت, ضرب المثل; Uyghur: ھېكمەت, ماقال; Uzbek: maqol, masal; Vietnamese: tục ngữ; Volapük: spiket, pükedavöd; Welsh: dihareb; Yiddish: שפּריכוואָרט, וועלטסווערטל, פֿאָלקסווערטל