Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(-άω)είμαι ή γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι («αλαλόγησε το παιδί διάβασε-διάβασε» Βηλαράς).[ΕΤΥΜΟΛ. < άλαλος + κατάλ. –λογώ, κατά απλολογία].