ἁλιανθής, -ὲς (Α)αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα της πορφύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ανθὴς < ἄνθος.