ἀληθοεπής
English (LSJ)
ές,
A = ἀψευδής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 94] ές, Wahrheit redend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθοεπής: -ές, ὁ λαλῶν τὴν ἀλήθειαν, «ἀληθοεπῆ, ἀψευδῆ», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ]
de pers. veraz, sincero ἀ. καὶ ἐτήτυμος IStratonikeia 1201.5 (imper.), cf. SHell.991.70, Hsch.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀληθοεπής)
αυτός που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -επὴς < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια].