ἀλληνάλλως

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 103] Diomed. bei Villois. anecd. II p. 182 διασκεδασθέντα βιβλία, hier und dort hin auf verschiedene Weise (Suid. ὡς ἔτυχεν).

Greek Monolingual

ἀλληνάλλως επίρρ. (Μ)
1. κατά τύχη, τυχαία
2. διαφοροτρόπως, με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄλην + επίρρ. ἄλως].