αλφεσίβοιος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀλφεσίβοιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια
2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες
«ὕδωρ ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια (κυρίως για τον ποταμό Νείλο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφεσι- (< ἀλφάνω) + -βοιος < βοῦς
για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. σύνθετα του τύπου τερψίμβροτος.