αμερικανιστής

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που μελετά οτιδήποτε αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας της αμερικανικής ηπείρου
2. οπαδός του θρησκευτικού αμερικανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παραγ. κατάλ. -ισμός].