αμέσως
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμέσως) ἄμεσος
1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας
2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς.
επίρρ. (Α ἀμέσως) ἄμεσος
1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας
2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς.