ἀμμία

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A mother or nurse, Herod.1.7, EM84.26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμία: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμμα, «μητεροῦλα» - ἀμμία Γυλλὶς Ἡρώνδου Μιμίαμβοι 1, 7. - «ἀμμία, μήτηρ, τροφός», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀμμίη Herod.1.7
aya, nodriza Herod.l.c., Hsch., EM 1090.

Greek Monolingual

ἀμμία, η (Α)
νταντά, μητερούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἀμμά].