νταντά
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
(I)
και ντα
άκλ. (παιδική λ.) φρ. «θα σε κάνω νταντά» ή «θά σέ κάνω ντα» — θα σέ δείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].
(II)
η
γυναίκα η οποία έχει αναλάβει τη φροντίδα και περιποίηση βρέφους ή μικρού παιδιού με μισθό, τροφός, παραμάνα, γκουβερνάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dada].