αμασκάρευτος

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο μασκαρεύω
1. αυτός που δεν μασκαρεύτηκε, δεν μεταμφιέστηκε
2. αυτός που δεν διαπομπεύθηκε δημόσια ή αυτός που είναι ηθικά ανεπίληπτος.