μασκαρεύω
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
και μασκαρεύγω [[[μασκαράς]] (I)]
1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω
2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω
3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαι
α) ατιμάζομαι
β) αστειεύομαι, περιπαίζω.