ἀμφίεργος, -ον (Α)λέγεται για τη γη που κατά την εποχή της σποράς δεν είναι καλά ποτισμένη και δεν τή βλέπει καλά ο ήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -εργος < ἔργον.