εποχή

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐποχή)
1. το σημείο του ουράνιου θόλου όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος στο ζενίθ της τροχιάς του
2. καθεμιά από τις τέσσερεις, ίσες κατά προσέγγιση, υποδιαιρέσεις του έτους
νεοελλ.
1. χρονική περίοδος με έντονα χαρακτηριστικά πολιτικά, πολιτιστικά κ.λπ. (α. «κλασική εποχή» β. «εποχή της βιομηχανικής επανάστασης»)
2. περίοδος κατά την οποία συμβαίνει ή επιτρέπεται κάτι και επανέρχεται περιοδικά («η εποχή τών βροχών, του κυνηγιού»)
3. φρ. α) «άφησε εποχή» — μνημονεύεται η δράση του
β) «στην εποχή μου» — όταν ήμουν νέος
αρχ.
1. σταμάτημα, διακοπήἐποχή σπέρματος», Γαλ.)
2. (για στρατό) σύντομη ανακοπή της εφόδου («συναγωγαὶ πάλιν μετ’ ἐποχῆς είς οὐλαμούς», Πολ.)
3. παρεμπόδιση, απαγόρευση
4. αναβολή πληρωμής
5. επιβράδυνση, καθυστέρηση
6. έλλειψη φωτός στη διάρκεια εκλείψεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω (επί + έχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- της ρίζας εχ-. Η αρχική σημασία «συγκράτηση, ανάσχεση» εξελίχθηκε σε «στάση» προκειμένου περί τών αστέρων (το σημείο όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος αφού φθάσει στο ύψιστο της τροχιάς του) και κατόπιν σε «θέση» τών ουρανίων σωμάτων. Κατόπιν ο όρος έλαβε χρονική σημασία αναφορικά προς τις θέσεις τών ουρανίων σωμάτων που καθορίζουν τις «εποχές» του έτους, απ’ όπου μετά σήμανε απλώς την «εποχή»].