άλουστος
Greek Monolingual
και ανάλουστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι
2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λούζω (-ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα- στερητ. + λούζω (-ομαι)].
και ανάλουστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι
2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λούζω (-ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα- στερητ. + λούζω (-ομαι)].