άλουστος

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ανάλουστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι
2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λούζω (-ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα- στερητ. + λούζω (-ομαι)].