λούζω

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source

Greek Monolingual

και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω)
1. πλένω το σώμα ή μέρος του σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ.
γ. «κατελάμβανον... τοὺς ἐν τῷ τείχει πολεμίους τοὺς μέν λουσμένους», Ξεν.)
2. καταβρέχω κάποιον με νερό ή άλλο υγρό, περιβρέχω (α. «μέ έλουσε με το μελάνι» β. «μάς έλουσε το κύμα» γ. «λοῦσθαι... ὑπὸ τοῦ Διός», Ηρόδ.)
3. μέσ. λού(ζ)ομαι
(συν. με τη λέξη αίμα) περιχέομαι ή διαβρέχομαι με αίμα («τόξα... αἵματι λουσάμενα», Σιμων.)
νεοελλ.
1. επιπλήττω κάποιον δριμέως, βρίζω («τον έλουσε πατόκορφα»)
2. παθ. αναγκάζομαι να υπομείνω κάποιον ενοχλητικό («τον λούστηκα για όλη μου τη ζωή»)
μσν.
1. παρέχω με αφθονία
2. μέσ. πικραίνομαι
3. φρ. «λούζομαι τὰ δάκρυα» ή «λούζομαι ἐκ τὰ δάκρυα» ή «λούζομαι μὲ τὰ δάκρυα» — κλαίω πολύ
μσν.-αρχ.
εξαγνίζω, καθαίρω (λούσαντι ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν», ΚΔ)
αρχ.
1. καθαρίζω κάποιο πράγμα πλένοντάς το με νερό
2. μέσ. λαμβάνω το θείο βάπτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. του αορ. λοῦσαι προήλθε με συναίρεση από τον αρχικό τ. λο(F)έσαι, ενώ ο ενεστωτικός τ. λο(F)έ-ω (από τον οποίο ομοίως με συναίρεση προήλθε ο ενεστώτας λούω) θεωρείται υστερογενής. Στον ενεστώτα λo(F)ω αντιστοιχεί το λατ. lav-ō, lavere, ενώ ο αόρ. λο(F)έ-σαι, με τον οποίο συνδέεται ο λατ. τ. lava-re, μπορεί να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα louә- «πλένω». Η σχέση όμως του μυκηναϊκού rewoterejo με το ομηρικό λοετρά και του rewotorokowo με το επίσης ομηρικό λοετροχόος οδηγεί στην αναγωγή του λο(F)έ-σαι σε ΙΕ ρίζα lewo- (< lowe-) με μετάθεση (πρβλ. στορέσαι, κορέσαι). Η λεξιλογική ομάδα τών λούω, λοῦσαι, λουτρόν συνδέεται πιθ. με αρμ. loganam «πλένομαι», χεττιτ. lahhuwai «χύνω, ανατρέπω», με αρχ. ιρλδ. lōathar «λεκάνη», αρχ. ισλδ. laudr «αλισίβα, σαπουνάδα», αγγλοσαξ. leapor «σαπουνάδα». Ο νεοελλ. τ. λούζω προήλθε από τον αόρ. έλουσα του λούω, κατά τα ρ. σε -ζω, ενώ ο διαλεκτ. τ. λούνω από τον αόρ. έλουσα, κατά το σχήμα αμάρτησα: αμαρτάνω, έφθισα: φθίνω.
ΠΑΡ. λούση(ις), λουτήρ(ας), λουτρό(ν)
αρχ.
λούστης, λουτιώ
αρχ.-μσν.
λούμα, λούσμα, λουτρά
μσν.- νεοελλ.
λούσιμο
νεοελλ.
λουστικά.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) περιλούω
αρχ.
απολούω, εκλούω, επιλούω, προλούω, προσαπολούω
νεοελλ.
ξαναλούζω, περιλούζω].