το (Α ἀμπέχονον)νεοελλ.παλαιότερα χιτώνιο στρατιωτικής στολής, ιδιαίτερα τών οπλιτών, πολύ εφαρμοστό και με πολλά κουμπιάαρχ.η αμπεχόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος, κατά το γένος, τύπος του αρχ. ἀμπεχόνητο ουδ. γένος πιθ. κατά το ένδυμα).