το (Α ἀνάθρεμμα) ἀνατρέφωαυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από κάποιον, θρέμμα, τέκνο, παιδίνεοελλ.ανατροφή, διαπαιδαγώγηση.