διαπαιδαγώγηση
Greek Monolingual
η (Α διαπαιδαγώγηση) διαπαιδαγωγώ
διάπλαση του χαρακτήρα παιδιού με παιδαγωγικές μεθόδους
νεοελλ.
1. καθοδήγηση
2. ανατροφή, αγωγή παιδιών, μόρφωση.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο