ανακατατάξιμος

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει τα προσόντα και τα δικαιώματα για ανακατάταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατάταξη (-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].