ανακαινιστής

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀνακαινιστής) (Ν και θηλ. -ίστρια)
νεοελλ.
1. (για κτήρια) αυτός που ανακαινίζει, που επισκευάζει, επιδιορθώνει ή ανανεώνει
2. μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής
αρχ.
αυτός που κάνει κάτι να αναβιώσει, να ξαναζωντανέψει, ο αναγεννητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακαινίζω. Στη Νεοελληνική η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].