αναγεννητής

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ήτρια) αναγεννώ
αυτός που συντελεί στην αναγέννηση, που επιτελεί αναγέννηση, ο αναζωογονητής.