ἀνακυκλικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A easy to turn round, of a verse that will read either backwards or forwards, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν AP6.323 tit.

German (Pape)

[Seite 194] was sich leicht umdrehen läßt, bes, kleine Gedichte, die vor- u. rückwärts gelesen werden können, wie Leon Al. 33 (VI, 323).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακυκλικός: -ή, -όν, εὔκολος νὰ ἀναστραφῇ, ἐπὶ στίχου ὅπερ δύναται νὰ ἀναγνωσθῇ καὶ ὀπισθοδρομικῶς, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν, ἐπιγραφὴ ποιήματος ἐν Ἀνθ. Π. 6. 323.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνακυκλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με ανακύκληση
αρχ.
αυτός που περιστρέφεται εύκολα, (στίχος) που διαβάζεται αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή.